- ἔφανα
- ἔφᾱνα , φαίνωA ren.aor ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… … Dictionary of Greek
υφαίνω — και φαίνω ύφανα και έφανα, υφάθηκα και φάθηκα, υφασμένος και φασμένος και φαμένος 1. στον υφαντικό ιστό του αργαλειού πλέκω νήματα σε μήκος και σε πλάτος (στημόνι και φάδι) για κατασκευή υφάσματος. 2. μτφ., ετοιμάζω κάτι κρυφά και δόλια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)